- σιγκούνα
- η , σιγκούνι τό чёрное домотканое платье крестьянок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιγκούνα — σιγκούνα, η και σιγκούνι, το (λ. αλβ.), μάλλινο γυναικείο ένδυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγκούνι — (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1903. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 14,8 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,2 από τον Ήλιο. * * * και σιγγούνι και σιγούνι… … Dictionary of Greek
σεγκούνα — σεγκούνα, η και σιγκούνα, η και σεγκούνι, το (λ. αλβαν.), γυναικείο επανωφόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγκούνι — το βλ. σιγκούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)